- χασματώδης
- ης, ωδές1) имеющий щели, трещины; щелистый (разг ); 2) дырявый; зияющий; 3) покрытый расселинами, ямами
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χασματώδης — ες, Ν [χάσμα, ατος] 1. γεμάτος χάσματα 2. ο όμοιος με χάσμα 3. μτφ. (κυρίως για κείμενο) αυτός που παρουσιάζει σκοτεινά ή ασαφή σημεία … Dictionary of Greek
-ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… … Dictionary of Greek